στρεβλῶς

στρεβλῶς
στρεβλός
twisted
adverbial
στρεβλόω
twist
pres ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”